παραγλώσσες

παραγλώσσες
οι
εντομολ. χιτινώδη εξαρτήματα, είδος λοβών που εκφύονται από το κάτω χείλος τών εντόμων και βρίσκονται εκατέρωθεν ενός άλλου εξαρτήματος, τού γλωσσιδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. paraglossae (< παρ[α]-* + γλώσσα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”